- αλλεπάλληλος
- -η, -ο (Α ἀλλεπάλληλος, -ον)ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνόςαρχ.1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλωςκατά σωρούς, σωρηδόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος + ἐπάλληλος.ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αλλεπαλληλία].
Dictionary of Greek. 2013.